- προέγγονος
- προέγγονος, ὁ,A great-grandson, CIG4380b1.7 ([place name] Cibyra), Ephes.3.17, Just.Nov.18.4Intr.: also fem. [suff] προδρομ-εγγόνη, great-granddaughter, Cod. Just.6.48.1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέγγονος — ὁ, θηλ. προεγγόνη, Α [ἐγγονός] ο δισέγγονος … Dictionary of Greek
προεγγόνοις — προέγγονος great grandson masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγγόνων — προέγγονος great grandson masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγγόνη — ἡ, Α βλ. προέγγονος … Dictionary of Greek